- ἀπαστράπτει
- ἀπαστράπτωflash forthpres ind mp 2nd sgἀπαστράπτωflash forthpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χαλκοκέραυνος — ον, Α (ως προσωνυμία λίμνης) αυτός που απαστράπτει σαν τον χαλκό ή, κατ άλλους, αυτός που έχει πληγεί από κεραυνό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + κεραυνός (πρβλ. τερπι κέραυνος)] … Dictionary of Greek